- πλέκεται
- πλέκωplaitpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
Ιλιάδα — Επικό ποίημα του Ομήρου. Η Ι. αναπτύσσεται σε 24 ραψωδίες, που περιλαμβάνουν παραπάνω από 15.000 στίχους. Το χρησιμοποιούμενο μέτρο είναι το δακτυλικό εξάμετρο. Η Ι. πλέκεται γύρω από ένα επεισόδιο του Τρωικού πολέμου και διαρκεί 52 ημέρες·… … Dictionary of Greek
έμπλεξις — ἔμπλεξις, η (Α) το να πλέκεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο, ενύφανση … Dictionary of Greek
εύπλοκος — εὔπλοκος και ἐΰπλοκος, ον (Α) αυτός που είναι καλά πλεγμένος ή που πλέκεται καλά, ο εύπλεκτος («εὔπλοκον ὕφασμα», Πολυδ.). επίρρ... εὐπλόκως (Μ) με εύπλοκο τρόπο, ωραία πλεγμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. βαθύ πλοκος, πολύ… … Dictionary of Greek
κοπανάκι — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 1.439 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αετού. * * * και κοπανέλλι, το 1. καθένα από τα … Dictionary of Greek
κροσέ — το 1. βελόνα από μέταλλο, ξύλο ή κόκαλο, με τη μια άκρη αγκιστρωτή 2. το πλεκτό που πλέκεται με αυτήν τη βελόνα 3. είδος χτυπήματος στην πυγμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. crochet < μσν. γαλλ. crochet, υποκορ. τού μσν. γαλλ. croche, πιθ.… … Dictionary of Greek
κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek
πατήθρα — η 1. καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη βάση τού υφαντικού ιστού, τού αργαλειού, τα οποία πατάει εναλλάξ η υφάντρια για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα μιτάρια, ώστε να πλέκεται η κρόκη με το στημόνι, αλλ. ποδαρικό ή ποδαριακό 2. ο ποδοκίνητος… … Dictionary of Greek
πλέξη — η / πλέξις, ΝΑ [πλέκω] η ενέργεια τού πλέκω, πλέξιμο, ύφανση νεοελλ. ο τρόπος με τον οποίο πλέκεται ή πλέχθηκε κάτι, είδος πλεξίματος … Dictionary of Greek
φιλόπλεκτος — ον, Α αυτός που συνήθως πλέκεται («φιλοπλέκτοιο κόμης σφιγκτῆρα», Ανθ. Παλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πλεκτός (< πλέκω)] … Dictionary of Greek